πίασμα

πίασμα
(I)
τὸ, Α [πιαίνω]
(για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το έδαφος («πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῑς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί», Αισχύλ.).
————————
(II)
τὸ, Α
(δωρ. και μτγν. τ.) αντί πίεσμα*.
————————
(III)
το, ΝΜ
(βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα μεγάλα σημάδια τής βυζαντινής μουσικής, που σημειώνεται με κόκκινο μελάνι και δηλώνει μελωδικές γραμμές που ψάλλονται από μνήμης ανάλογα με τον ήχο και τον φθόγγο πάνω στον οποίο γράφεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πίασμα — that which makes fat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιάσμα — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιάνω και πιάνομαι, το πιάσιμο 2. (για δοχεία) η λαβή, το χερούλι («έσπασε το πιάσμα τής κανάτας») 3. το μέσο που χρησιμοποιεί κάποιος για να λάβει, να πιάσει κάτι, η πιάστρα («κατεβάζω το τσουκάλι από τη …   Dictionary of Greek

  • πιάσματι — πίασμα that which makes fat neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίεσμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α [πιέζω] το αποτέλεσμα τής πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» η μάζα τού μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.) νεοελλ. μσν. άλλος τύπος τού όρου τής… …   Dictionary of Greek

  • αλετρόπιασμα — το το αλετροκράτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι + πιάσμα] …   Dictionary of Greek

  • νερόπιασμα — το κοινή ονομασία τής νόσου υδρωπικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + πιάσμα (< πιάνω)] …   Dictionary of Greek

  • ποτιπίαμμα — άμματος, τὸ, Α το λίπος που παρέμενε στον βωμό μετά από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + πίαμμα (< * πίανμα < πιαίνω), αντί τού πίασμα (πρβλ. ύφαμμα: ύφασμα)] …   Dictionary of Greek

  • τουρκόπιασμα — το, Ν τουρκόσπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + πιάσμα (< πιάνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”